- αέτωσις
- ἀέτωσις (-εως), η (Α) [ἀετός]1. κατασκευή αετώματος2. (για πολιορκητικές μηχανές, όπως η χελώνη) τοξοειδής, καμαροειδής οροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀετώσιος — ἀέτωσις arched roof fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀετώσιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
λόφωσις — λόφωσις, ἡ (Α) (για πτηνό) η ύπαρξη λοφίου στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, κατά το ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
ἀετώσεως — ἀετώσεω̆ς , ἀέτωσις arched roof fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)